Παπα-Καλομοίρης, ο λευίτης Βορδονιάτης οπλαρχηγός
Νίκος Ι. Καρμοίρης, Ιστορικός-ερευνητής
«Οικονόμος Καλομοίρης: Ούτος ο ιερεύς και ήρως κατήγετο εκ του χωρίου Βορδώνια. Ευρέθη δε εις πολλάς μάχας και αρίστευσεν. Έπεσε δε μαχόμενος κατά του Δράμαλη εις την ρηθείσαν μάχην των Βασιλικών μετά πολλών άλλων γενναίων καπεταναίων και στρατιωτών, και όλοι ελυπήθησαν δια τον ένδοξον θάνατόν του, και μάλιστα οι στρατιωτικοί Πελοποννήσιοι οίτινες εγνώρισαν την ανδρείαν του και τον ηγάπων πολύ», γράφει περιεκτικά ο Φωτάκος στο βιβλίο του «Βίοι Πελοποννησίων Ανδρών»[1].
Σεβασμιώτατε,
Αξιότιμε κ. Πρόεδρε της Κοινότητας,
Συντοπίτες κληρικοί και λαϊκοί,
Είναι εξαιρετική τιμή για εμένα να βρίσκομαι στην προγονική Βορδόνια –στο χωριό όπου στέκει ακόμη το πατρικό σπίτι της γιαγιάς μου–, και να μιλώ για τον παπα-Καλομοίρη, μιαν άγνωστη, αλλά καθόλα ηρωική φυσιογνωμία του 1821. Για αυτό, Σεβασμιώτατε, σας ευχαριστώ θερμά για την πρόσκληση που μου απευθύνατε.
Γιος του Γεωργίου Καλομοίρη και της Μαρουδίτσας –το γένος Κωνσταντίνου Πολυδώρου–, γεννήθηκε στη Βορδόνια Λακωνίας και έλαβε το όνομα Ιωάννης. Κατά την προπαρασκευή του Αγώνα, διατελούσε εφημέριος Βορδόνιας, κατέχοντας τον ιερατικό βαθμό του οικονόμου, για αυτό και συχνότερα συναντάται –ή υπογράφει κι ο ίδιος– ως Οικονόμος Καλομοίρης.
Υποστηρίζεται πως σε πολύ νεαρή ηλικία συμμετείχε στην εξέγερση του Μυστρά το 1769, κατά την περίοδο των Ορλωφικών. Εάν το γεγονός αυτό πράγματι ισχύει, σημαίνει πως στην εποχή της Επανάστασης θα ήταν μεγαλύτερος από 60 χρονών. Η γνώμη αυτή ενισχύεται από τον επιθετικό προσδιορισμό «λευίτης», δηλαδή αξιοσέβαστος ηλικιωμένος ιερέας, που του αποδίδεται σε κάποιο κείμενο[2].
Μυήθηκε –πιθανόν από τον Αναγνωσταρά ή τον Παπαφλέσσα– στη Φιλική Εταιρεία στην εκκλησία των Εισοδίων της Θεοτόκου, στην Επάνω Χώρα της Βορδόνιας, την οποία μετέπειτα χρησιμοποίησε ο ίδιος ως κέντρο κατήχησης των συντοπιτών του στην ιδέα του ξεσηκωμού. Όπως, μάλιστα, μαρτυρείται από το έγγραφο της απόφασης εκλογής του Παναγιώτη Γιατράκου στη θέση του στρατηγού των στρατευμάτων Λακεδαίμονος (Βέρβαινα, 2.5.1821)[3], το οποίο συνυπογράφει με άλλους οπλαρχηγούς, κατείχε σημαντική θέση ανάμεσα στους καπεταναίους της περιοχής.
Σύμφωνα με τον Αρχιμανδρίτη Μελέτιο Γαλανόπουλο, ο Παπα-Καλομοίρης ανήγγειλε την έναρξη της Επανάστασης με έναν πυροβολισμό, ρίχνοντας με ένα μικρό όπλο από το παράθυρο του σπιτιού του. «Το ιστορικόν αυτό τρομπόνι σώζεται ακόμη μέχρι σήμερον εις την κώμην Βορδώνιαν, χρησιμοποιούμενον κατά τας εορτασίμους μεγάλας ημέρας προς χαιρετισμόν και λαμπρότερον πανηγυρισμόν αυτών», έγγραφε το 1939 στο βιβλίο του, «Εκκλησιαστικαί σελίδες Λακωνίας», ο Γαλανόπουλος[4]. Κατά μία άλλη εκδοχή, ο Βορδονιάτης ιερέας, αφού νωρίτερα είχε τελέσει λειτουργία, ευλογώντας τα όπλα των επαναστατών, κήρυξε τον Αγώνα υψώνοντας λάβαρο με την εικόνα της Ανάστασης στο ναό των Εισοδίων, και κατόπιν «εξεδύθη την ιερατικήν του στολήν και εφόρεσε την φουστανέλλαν»[5].
Ως στρατιωτικός πια, συγκέντρωσε ενόπλους και ηγήθηκε των συγχωριανών του και άλλων κατοίκων των Βορείων Δήμων. Αφού αρχικά φυλάκισαν τους αξιωματούχους Τούρκους του χωριού, οι δυνάμεις του Παπα-Καλομοίρη κινήθηκαν προς Σουστιάνους και Λογγάστρα και, φτάνοντας απέναντι από το κάστρο του Μυστρά, οχυρώθηκαν σε σπήλαιο στη θέση Τρούπες, αναμένοντας οδηγίες από την τοπική ηγεσία των επαναστατών.
Υποστηρίζεται πως με εντολή του Παναγιώτη Κρεββατά[6], ο Παπα-Καλομοίρης κι οι άντρες του τράβηξαν αρχικά προς τα Βαρδουνοχώρια, καταστρέφοντας τους πύργους των Τουρκοβαρδουνιωτών, ώστε οι Οθωμανοί να απωλέσουν μια σημαντική βάση τους στην Πελοπόννησο, συλλαμβάνοντας παράλληλα αρκετούς επιφανείς Τούρκους της περιοχής, οι οποίοι στάλθηκαν ως αιχμάλωτοι στην Βορδόνια[7].
Αργότερα οι Βορειοδημότες, υπό τον Οικονόμο Καλομοίρη, έσμιξαν με τις δυνάμεις του Λογγαστρίτη κλεφταρματολού Αντώνη Νικολόπουλου και εκείνες του Επισκόπου Βρεσθένης Θεοδώρητου, λαμβάνοντας μέρος σε πολλές από τις πρώτες μάχες της Επανάστασης. Το στρατιωτικό σώμα του Παπα-Καλομοίρη συμμετείχε στην πολιορκία της Τρίπολης και σε άλλες σημαντικές μάχες στην Πελοπόννησο υπό τις οδηγίες του Παναγιώτη Γιατράκου (Βαλτέτσι, Δολιανά, Κερασιά, Γράνα, Άργος, Ναύπλιο, Ακροκόρινθος, Πάτρα, Πέτα, Σούλι Κορινθίας, Δερβενάκια).
Στο πεδίο των μαχών διακρίθηκε για την ανδρεία του, κερδίζοντας τον θαυμασμό των Φιλελλήνων, το σεβασμό των συμπολεμιστών του, και την εκτίμηση του Δημητρίου Υψηλάντη, στο πλευρό του οποίου, μάλιστα, συμμετείχε στα πολεμικά συμβούλια. Ήταν τέτοια η φήμη του, που κάποιος Νικόλαος Χ’Κωσταντής, ο οποίος υπογράφει ως γραμματικός του Γιατράκου, σε επιστολή προς τον παπα-Καλομοίρη στις 8 Ιανουαρίου 1822 γράφει: «εις Άργος όπου ήμην, και εις Κόρινθον, πολλοί μ’ ηρώτουν ποιος είναι ο Παπά Καλομύρης όπου έχει ο Γιατράκος κοντά του, […] και ημείς καυχόμεθα, ότι έχομεν ένα τοιούτον φίλον, όστις όπου ακούσει υπέρ Πατρίδος και Πίστεως πόλεμον ορμά, θεία δυνάμει, ως λέων κατά των εχθρών»[8].
Το γεγονός πως πολλοί ιερωμένοι του καιρού της Παλιγγενεσίας αποφάσισαν να βγάλουν το ράσο και να μπαρουτοκαπνίσουν τα γένια τους, ηγούμενοι στρατευμάτων αντί ποιμνίου, μαρτυρά πως υπήρξαν τραχείς, δυναμικές, αντιφατικές και ιδιαίτερες –σχεδόν «αιρετικές»– προσωπικότητες, πολλές φορές δύσκολα διαχειρίσιμες από τους συναγωνιστές τους στις προεπαναστατικές και επαναστατικές ζυμώσεις και περιστάσεις. Παραδείγματα έχουμε αρκετά: ο Παπαφλέσσας, ο Ιγνάτιος, ο παπα-Βλαχάβας κ.ά. Ο παπα-Καλομοίρης, θεωρώ πως, δεν ξέφυγε από αυτόν τον κανόνα. Σε επιστολή τους προς «Τω Αιδεσιμοτάτω Παπά Οικονόμω Βορδονιάτη Καλομοίρη», με ημερομηνία 8 Απριλίου 1821, οι Προεστοί του Μυστρά έγραφαν: «ακούσαμεν τας ανδραγαθίας σου, και ότι έγινες παράδειγμα καλόν και εις τους άλλους, και επαραβλέψαμεν τα κουσούρια σου, καθώς είμεθα βέβαιοι ότι εις το εξής θέλεις κάμει περισσοτέρας ανδραγαθίας»[9].
Η Ιστορία είναι αυστηρή επιστήμη, στηριζόμενη στη σύνθεση στοιχείων στη μαθηματική λογική 1+1=2. Δεν παύει, ωστόσο, να είναι μια ανθρωπιστική επιστήμη, που επιχειρεί να κατανοήσει τον άνθρωπο ως αναπόσπαστο κομμάτι του εκάστοτε χρονολογικού, κοινωνικοπολιτικού κ.ο.κ. πλαισίου στο οποίο έδρασε. Για να εξαχθεί οποιοδήποτε συμπέρασμα ο ερευνητής προσπαθεί να αφουγκρασθεί και να αντιληφθεί τους ανθρώπους και την εποχή που μελετά, ερμηνεύοντας την με σύγχρονούς της όρους, κι όχι με προγενέστερους ή μεταγενέστερους. Και τούτο είναι ένα διαρκές παίδεμα του μυαλού. Κι όπου η επιστήμη δεν έχει απαντήσεις, υπάρχουν φορές που επιστρατεύεται η φαντασία, ενίοτε μέσω της λογοτεχνίας, για να δώσει τον παλμό μιας εποχής. Έτσι λοιπόν, σε κάποιο διήγημα με πρωταγωνιστή τον Βορδονιάτη ιερέα, τον φαντάστηκα κάπως έτσι:
«Τα βράδια, αλυχτούσε ψαλμούς σαν αδέσποτος σκύλος. Τριγύριζε μονάχος ανάμεσα στους συντρόφους, γυρεύοντας καμιάν απόμακρη κουτσούρα. Φορούσε ένα φθαρμένο πετραχήλι π’ είχε φυλαγμένο, γονάτιζε και πότες αρχίναγε τις προσευχές για λεφτεριά, πότες γύρευε συγχώρεση για τις δικές του αμαρτίες. Άλλοτε πάλι, μουρμούραγε τρισάγια για τις ψυχές των ποθαμένων, χριστιανών κι αλλοπίστων. Στο φως τ’ ήλιου θέριευε ξανά, μπροστάρης στα πεδία. Χάλναγε τους Τουρκαλβανούς, σα λιοντάρι ωρυόμενο. Φωτιά στους μουρτάτηδες, μπρε, έκραζε κι αναθαρρούσαν οι Ρωμηοί»[10].
Και κάπως έτσι, άρχισε να με απασχολεί το εξής ζήτημα: Πως κάποιος ιερέας αποφάσιζε να λάβει μέρος σε έναν πόλεμο, όταν ανάμεσα στα κωλύματα ιεροσύνης υπάρχει κι εκείνο του φόνου; Κι επίσης: επέστρεψαν –και πώς;– στα ιερατικά τους καθήκοντα όσοι επέζησαν του πολυετούς Αγώνα; Βέβαια, το δεύτερο ερώτημα δεν μας αφορά στην περίπτωση του παπα-Καλομοίρη, καθώς εκείνος σκοτώθηκε μαχόμενος τον Αύγουστο του 1822.
Στις 12 Αυγούστου 1822, στη μάχη των Βασιλικών Σικυώνας, κοντά στην Κόρινθο, ο Παπα-Καλομοίρης θυσιάστηκε στον βωμό του καθήκοντος –μαζί με μερικές δεκάδες ακόμη αγωνιστές, ανάμεσά τους ο Αναγνώστης Πετιμεζάς και ο δεκαεπτάχρονος γιος του, Σωτήρης– πολεμώντας κόντρα στον στρατό του Δράμαλη. «Εις ταύτην την μάχην έπεσον πενήντα πέντε Έλληνες, ομού και οι ανωτέρω και ο Παπακαλομοίρης από Μιστράν, ως και ο Π. Γιαννετάκης από Γιοργίτζι», γράφει στα απομνημονεύματά του ο αγωνιστής Νικόλαος Σπηλιάδης[11].
Η ατυχής μάχη στα Βασιλικά ήταν απόρροια λάθους των Ελλήνων. Σε επιστολή του προς το Νικηταρά στις 23 Αυγούστου 1822, ο Κολοκοτρώνης λέει: «Προχθές την Κυριακήν έγεινεν ένας πόλεμος και η απείθεια και παρακοή μας ή να είπω και τα λάθη μας μάς έγεινε μερική χαλάστρα, εσκοτώθησαν 50 Έλληνες· εσκοτώθη και ο μακαρίτης Αναγνώστης Πετιμεζάς και το παιδί του, και ο Παπά Καλομοίρης· επιάσθη ζωντανός και ο Γιανετάκης Μιστριώτης· τούτο κάμνει η ακεφαλιά· χοντρό λάθος των ήτον των μακαρίτων, διότι επήγαν ματαίως και χωρίς ανάγκην»[12].
Για να κατανοήσουμε καλύτερα την κατάσταση πρέπει να αντιληφθούμε πως η Επανάσταση δεν χαρακτηριζόταν μονάχα από πολεμικές συγκρούσεις, διπλωματικά γεγονότα ή τακτικισμούς, αλλά ήταν κι ένας γενικότερος αγώνας επιβίωσης και βιοπορισμού. Σε πολλές περιπτώσεις οι αντιμαχόμενοι επιδίδονταν σε «μάχες» αναζήτησης τροφής τόσο για τους ίδιους, όσο και για τα ζωντανά τους. Όσο τα στρατιωτικά γεγονότα εξελίσσονταν στην περιοχή της Κορίνθου, οι Τούρκοι βρέθηκαν αρκετές φορές αποκλεισμένοι από εφοδιασμό. Έτσι, άλλοτε έκαναν επιθέσεις για να σπάσουν τον κλοιό των στρατοπεδευμένων Ελλήνων, κι άλλοτε εξορμούσαν στους αμπελώνες της Κορίνθου προς συλλογή τροφής.
Ο Παλαιών Πατρών Γερμανός, δίνοντας το στίγμα της εποχής,εξηγεί: «οι Έλληνες, όντες εστρατοπεδευμένοι εις τους πρόποδας των πέριξ λόφων, δεν τους άφιναν [τους Τούρκους] να προχωρήσωσιν εις τα χωρία, η δε πεδιάς της Κορίνθου ήτον ακαλλιέργητος και κατάξηρος, ώστε μηδέ χόρτον ευρίσκετο εις αυτάρκειαν δια τα άλογά τους. […], μ’ όλον τούτο ήτον εις κακήν κατάστασιν και αυτοί και τα άλογά τους και απέθνησκον πλήθος εξ αυτών. Οσάκις δε ώρμησαν εις θέσεις των Ελλήνων, δια να τους βιάσουν να υποχωρήσουν, έπαθον τα πάνδεινα, επειδή σταθεροί οι Έλληνες τους αντέκρουον και εφόνευον πολλούς, και ηχμαλώτιζον, και τους κατεδίωκον αγεληδόν εις το πεδίον. Ηρίστευε δε εις αυτάς τας μάχας ο Κ. Δημήτριος Κολιόπουλος, ο υιός του Κωλοκοτρώνη Ιωάννης, και ο Αναγνώστης Πετιμεζάς μετά του Παπά Καλομοίρη».[13]
Οι μικρές ή μεγαλύτερες συμπλοκές που σημειώνονταν είχαν συνήθως ανεπιτυχή έκβαση για τους Οθωμανούς. Και τούτο γιατί οι επαναστατημένοι καιροφυλακτούσαν και, κάνοντας γιουρούσια, σκότωναν αρκετούς από τους Τούρκους που ξεχύνονταν στον κάμπο συλλέγοντας τροφή. Ο Φωτάκος περιγράφει: «Κατά τας ημέρας όπου το στρατόπεδον ήτον εις το Σούλι έβγαιναν οι Τούρκοι από την Κόρινθον δια πολλαίς ημέραις κάθε πρωί σταις σταφίδαις και εις τα αμπέλια και εφόρτωναν τα ζώα των σταφίδαις, σταφύλια και ξύλα και τα επήγαιναν εις το στρατόπεδον και εις το φρούριον της Κορίνθου. Το δε μεσημέρι, αφού εγύριζαν πίσω οι Τούρκοι, εκατέβαιναν οι Έλληνες και έπερναν από κοντά τους Τούρκους και εσκότωναν πολλούς και εμάζωναν και εκείνοι σταφύλια και άλλα»[14].
Η τακτική των Ελλήνων, ωστόσο, δεν πέρασε απαρατήρητη κι ο εχθρός δεν άργησε να τους στήσει ενέδρα. Σύμφωνα με την επικρατέστερη εκδοχή[15], κάποιοι από το τάγμα του Πετιμεζά έσπευσαν να λαφυραγωγήσουν άλογο που είχε αφεθεί ως δόλωμα στους αμπελώνες. Άλλη πηγή αναφέρει ότι κι οι Έλληνες «έβγαιναν απρόσεκτα και εξαπλώνοντο εις τον κάμπον»[16], ενώ ο Μητροπολίτης Γερμανός σημειώνει πως «απερισκέπτως επροχώρησαν εις το πεδίον καταδιώκοντες τους εχθρούς, οίτινες είχον ενέδραν εις ένα χείμαρρον»[17].
Ο Κολοκοτρώνης, που εκείνη την ημέρα είχε κινήσει για την Τρίπολη, ξαποσταίνοντας σε κάποιο λόφο και κατοπτεύοντας τον κάμπο αντιλήφθηκε άμεσα πως ο δήθεν παρατημένος ίππος θα αποδεικνυόταν «δούρειος» για τους Έλληνες, στέλνοντας τον Φωτάκο να τους ειδοποιήσει. Ο υπασπιστής του Γέρου δεν έφτασε, όμως, εγκαίρως. Στα απομνημονεύματα του αναφέρει: «δεν τους επρόφθασα, τους επήραν μπροστά οι Τούρκοι και εσκότωσαν τους καλλίτερους τον Αναγνώστην Πετμεζάν, τον υιόν του Σωτηράκην, τον Γιαννετάν από Μιστράν, τον περίφημον Οικονόμον Παππά Καλομοίρην και έως 60 στρατιώτας Φαναρίτας, Καλαβρυτινούς και Μιστριώτας»[18]. Μόλις έφτασε ο Φωτάκος, οι Καλαβρυτινοί του Πετιμεζά είχαν ήδη πέσει στην ενέδρα κι ένας λόχος των Λακεδαιμονίων υπό τον Παπα-Καλομοίρη είχε μπει στη μάχη για να τους συνδράμει. Συνολικά, περίπου πενήντα με εξήντα άντρες βρέθηκαν κυκλωμένοι από το οθωμανικό ιππικό και σκοτώθηκαν στη μάχη των Βασιλικών. Στα απομνημονεύματά του, ο Κολοκοτρώνης διηγείται: «Μία ημέρα κινάν 2,000 [Τούρκοι] όλοι δια ν’ απεράσουν με πόλεμο και τους αντιστάθηκαν οι Έλληνες πεισματωδώς και η Καβαλαρία κάνει γιουρούσι κ’ ετζάκισε ένα ταμπούρι από τους Έλληνας, τους πλάκωσε κάτω σταις ρίζαις, εσκοτώθηκαν 30, μεταξύ αυτών ο Αναγνώστης Πετιμεζάς και το παιδί του ‘που ήτον κουμάντο, και ένας Παπάς σημαντικός από το Μιστρά»[19].
Έχοντας νωρίτερα περιγράψει γλαφυρά τα γεγονότα, ο Σπυρίδων Τρικούπης γράφει: «Οι δε Τούρκοι, εμψυχωθέντες υπό του καταλαβόντος το τάγμα τούτο πανικού φόβου, έπεσαν πανστρατιά επί τα άλλα [τάγματα], […] και εφόνευσαν δύο γενναίους υπαρχηγούς, τον Γιαννετάν Μιστριώτην, τον Οικόνομον Παπά Καλομοίρην, και ικανούς στρατιώτας»[20].
Αν και αρχικά η μάχη είχε λάβει αρνητική τροπή για τους Έλληνες, οι οποίοι είχαν οπισθοχωρήσει σημαντικά, κατάφεραν εν τέλει να απωθήσουν τους ψυχωμένους Οθωμανούς και να ανακτήσουν τις θέσεις τους. Κινδύνεψαν, ωστόσο, να χαθούν κι άλλοι σημαντικοί οπλαρχηγοί, όπως ο Γενναίος Κολοκοτρώνης. Ο αγωνιστής Μιχαήλ Οικονόμου γράφει: «Τότε οι Τούρκοι επιστραφέντες μεθ’ ορμής ιππείς και πολλοί, επετέθησαν κατ’ αυτών, εξελθόντες δε εκ της κοιλάδος και οι ενεδρεύοντες περιεκύκλωσαν αυτούς και εφόνευσαν υπέρ τους εξήκοντα, εν οις και τον Αναγν. Πετμεζάν, οπλαρχηγόν άξιον, και τον εκ Καλογωνιάς του Μιστρά Παππά Καλομοίρην, συνέλαβον δε ζώντα και τον εκείθεν προ ολίγου ελθόντα Γιαννετάκην. Κινδυνεύσας δε τότε και ο Γενναίος υπό ιππέως τινός έφιππος διωκόμενος εσώθη»[21].
Λέγεται πως, αφού σκοτώθηκε ο Παπα-Καλομοίρης, οι Οθωμανοί αρχικά του ξερίζωσαν τούφες από το μούσι και έπειτα τον αποκεφάλισαν, περιφέροντας το κεφάλι του Βορδονιάτη αγωνιστή ως τρόπαιο στην κορυφή ενός πολεμικού λαβάρου. Αφού το διαπόμπευσαν, το έστειλαν στην Κωνσταντινούπολη στον Σουλτάνο Μαχμούτ Β’, έχοντας νωρίτερα ανταμειφθεί για την πράξη τους από τον πασά της Κορίνθου με 30.000 γρόσια. Όπως υποστηρίζεται, το σώμα του βρέθηκε αργότερα, κι ο Κολοκοτρώνης μαζί με άλλους οπλαρχηγούς φρόντισαν να ταφεί με στρατιωτικές τιμές πλησίον ναΐσκου της περιοχής[22].
Όπως πλήθος αγωνιστών, έτσι κι ο Παπα-Καλομοίρης διέθεσε τόσο ολόκληρη την περιουσία του, όσο και τα «τυχερά» εισοδήματα του λειτουργήματός του για τις ανάγκες του Αγώνα, κληροδοτώντας στους απογόνους του μόνο τη φήμη των κατορθωμάτων του. Έτσι, όταν το 1865 επανασυστάθηκεη «Επιτροπή Θυσιών και Εκδουλεύσεων του Ιερού Αγώνος»[23], οι κληρονόμοι του Βορδονιάτη αγωνιστή επανυπέβαλαν τα απαιτούμενα πιστοποιητικά διεκδικώντας τις αποζημιώσεις που θέσπισε η Πολιτεία. Δύο από αυτά τα πιστοποιητικά πρωτοδημοσιεύθηκαν το 1960 στην εφημερίδα «Νέα Λακεδαίμων». Πέρα από τις πολεμικές πληροφορίες που λαμβάνουμε για τον Βορδονιάτη παπά, στο ένα εξ αυτών παρέχονται και σημαντικές γενεαλογικές πληροφορίες. Πρόκειται για έγγραφο του Δημάρχου Καστορείου, με ημερομηνία 21η Ιανουαρίου 1858, σύμφωνα με το οποίο: «ο ποτέ Παπαοικονόμος Παπακαλομοίρης, κάτοικος Βορδωνίας [...] αφ’ ης εξερράγη η Ελληνική Επανάστασις εχρημάτισε στρατιωτικός έχων υπό την οδηγίαν του τους συγγενείς του πολλούς κατοίκους εκ των εν τη Κοινότητι Βορδωνίας, [...]. Παρευρέθη εις όλας σχεδόν τας μεταξύ Ελλήνων και Οθωμανών μάχας, [...] και εις Βασιλικά, μαχόμενος προσεφέρθη μεταξύ των πεσόντων Ελλήνων θύμα εις τον βωμόν της ελευθερίας, εγκαταλειπών πέντε (5) τέκνα ονομαζόμενα Μαριδίτσα, Γεώργιος, Αναγνώστης, Κωνσταντίνος και Σπυρίδων, εξ ων ο τελευταίος απέθανεν εγκαταλειπών εν θήλυ ονομαζόμενον Παναγιώτα, ότι άπαντες ούτοι ζώσι και είναι πατέρες πολυμελών οικογενειών, ήτοι ο Γεώργιος έχει εξ (6) τέκνα, ων τα τρία (3) θήλεα, ο Αναγνώστης πέντε (5), ων τα δύο (2) θήλεα, ο Κωνσταντίνος έχει εξ (6) ων τα τρία (3) θήλεα, και ο Σπυρίδων έχει πέντε (5), ων τα δύο (2) θήλεα. Ούτοι άπαντες οι άνωθεν εγγεγραμμένοι καθό οικογενειάρχαι πολυμελών οικογενειών είναι ενδεούς καταστάσεως. Όθεν, επί τη δικαία αυτών αιτήσει εκδίδομεν το παρόν πιστοποιητικόν ίνα τοις χρησιμεύση όπου δει εις ζήτησιν των πατρικών εκδουλεύσεών των»[24].
Δεν γνωρίζουμε εν τέλει εάν η επίσημη Πολιτεία τίμησε τον Παπα-Καλομοίρη. Το έπραξε όμως η λαϊκή μούσα, η οποία τον ύμνησε, αφιερώνοντάς του ένα δημοτικό τραγούδι. Το κατέγραψε και το διέσωσε ο λαογράφος Άγις Θέρος[25], δημοσιεύοντάς το για πρώτη φορά στο «Σπαρτιατικόν Ημερολόγιον» του 1904. Οι στίχοι του έχουν ως εξής:
«Τρίτη, Τετάρτη θλιβερή, Πέφτη φαρμακωμένη
Παρασκευή ξημέρωνε, να μη είχε ξημερώσει.
Σκοτώθη ένας ντελή-παπάς, ο Παπα-Καλομοίρης.
Που ταν άξιος στον πόλεμον, άξιος και Οικονόμος·
Σούρνει μπαριάκι κόκκινο, πράσινο και γαλάζιο,
Σούρνει και τ’ αδερφούλια του, που ήτανε παλληκάρια,
Που ήταν αδέρφια γκαρδιακά και πολυαγαπημένα.
Ψιλή φωνίτσαν έσουρε και βαρυαναστενάζει,
Των αδερφιών του φώναξε, των αδερφιών του λέει:
– Που είσαι, Νικόλα μου, αδερφέ και συ Παρασκευά μου,
Κι’ εσύ Γιώργη παιδάκι μου, ογρήγορα προφτάστε·
Φτάστε τ’ ογληγορότερο, για να με καταφτάστε,
Να πάρτε το κεφάλι μου να πάρτε τ’ άρματά μου,
Να πάρτε το κεμέρι μου, με δεκοχτώ χιλιάδες,
Να ειπήτε των παιδιών μου να μη με παντηχαίνουν,
Ποτέ να μη με καρτερούν, να μη με περιμένουν,
Τι’ εμένα μ’ έβαλε ο Πασάς στη Θήβα μπαϊριαχτάρη,
Στους πεθαμένους Μπίμπαση, στους ζωντανούς να κραίνω»[26].
Βιβλιογραφία:
- χ.σ., Ιστορικά έγγραφα Παναγιώτου Γιατράκου, Σπάρτη, 1900.
- Γαλανόπουλος Μελέτιος, Εκκλησιαστικαί σελίδες Λακωνίας, Αθήναι, 1939.
- Γερμανός Παλαιών Πατρών, Υπομνήματα περί της επαναστάσεως της Ελλάδος, Αθήναι, 1837.
- Θέρος Άγις, «Ο παπα-Καλομοίρης», Σπαρτιατικόν Ημερολόγιον 1904, Σπάρτη, 1903.
- Καρμοίρης Νίκος Ι., «Η υπόσχεση» (ιστορικό διήγημα), Αφιέρωμα σε ηρωικές μορφές του ’21, Ένωση Πνευματικών Δημιουργών Λακωνίας», Σπάρτη 2021.
- Κολοκοτρώνης Ιωάννης Θ., Ελληνικά υπομνήματα ήτοι επιστολαί και διάφορα έγγραφα αφορώντα την Ελληνικήν Επανάστασιν από 1821 μέχρι 1827, Αθήνησι, 1856.
- «Μέντωρ», «Ο παπα-Καλομοίρης», Σπαρτιατικόν Ημερολόγιον 1909, Αθήναι-Σπάρτη, 1909.
- Οικονόμου Μιχαήλ, Ιστορικά της ελληνικής Παλιγγενεσίας, εν Αθήναις, 1874.
- Παπαδόπουλος Νικόλαος, «Ιωάννης Καλομοίρης, ένας φλογερός αγωνιστής της Ελευθερίας», Νέα Λακεδαίμων, Φεβ.-Μάρ. 1960, τχ 22-23.
- Σπαντίδος Δημήτριος, Η συμβολή των αγωνιστών της Επάνω Ρίζας (Δήμου Πελλάνας) της Λακεδαίμονος στην Επανάσταση του 1821, Αθήνα, 2009
- Σπηλιάδης Νικόλαος, Απομνημονεύματα, τ. Α’, Αθήναι, 1851.
- Τερτσέτης Γεώργιος, Ο γέρων Κολοκοτρώνης (Διήγησις συμβάντων της ελληνικής φυλής από τα 1770 έως τα 1836), Αθήναι, 1851.
- Τρικούπης Σπυρίδων, Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως, τ. Β’, Λονδίνο, 1861.
- Χρυσανθόπουλος Φώτιος ή Φωτάκος, Απομνημονεύματα περί της Ελληνικής Επαναστάσεως, Αθήναι, 1858.
- Χρυσανθόπουλος Φώτιος ή Φωτάκος, Βίοι Πελοποννησίων Ανδρών, Αθήναι, 1888.
- ιστοσελίδα της Εθνικής Βιβλιοθήκης της Ελλάδος (www.nlg.gr).
[1] Χρυσανθόπουλος Φώτιος ή Φωτάκος, Βίοι Πελοποννησίων Ανδρών, Αθήναι, 1888, σ. 79.
[2]«Μέντωρ», «Ο παπα-Καλομοίρης», Σπαρτιατικόν Ημερολόγιον 1909, Αθήναι-Σπάρτη, 1909, σ. 88.
[3] χ.σ., Ιστορικά έγγραφα Παναγιώτου Γιατράκου, Σπάρτη, 1900, σ. 3-4.
[4] Γαλανόπουλος Μελέτιος, Εκκλησιαστικαί σελίδες Λακωνίας, Αθήναι, 1939, σ. 52.
[5]«Μέντωρ», ό.π., σ. 89.
[6] Σπαντίδος Δημήτριος, Η συμβολή των αγωνιστών της Επάνω Ρίζας (Δήμου Πελλάνας) της Λακεδαίμονος στην Επανάσταση του 1821, Αθήνα, 2009, σ. 14.
[7] Βλέπε: «Μέντωρ», ό.π., σ. 90, και Σπαντίδος, ό.π., σ. 14.
[8]Δημοσιευμένη στο: Σπαντίδος, ό.π., σ. 296.
[9]Δημοσιευμένη στο: Σπαντίδος, ό.π., σ. 295.
[10]Καρμοίρης Νίκος Ι., «Η υπόσχεση» (ιστορικό διήγημα), Αφιέρωμα σε ηρωικές μορφές του ’21, Ένωση Πνευματικών Δημιουργών Λακωνίας, Σπάρτη 2021, σ. 52.
[11]Σπηλιάδης Νικόλαος, Απομνημονεύματα, τ. Α’, Αθήναι, 1851, σ. 424-425.
[12] Κολοκοτρώνης Ιωάννης Θ., Ελληνικά υπομνήματα ήτοι επιστολαί και διάφορα έγγραφα αφορώντα την Ελληνικήν Επανάστασιν από 1821 μέχρι 1827, Αθήνησι, 1856, σ. 65-66.
[13]Γερμανός Παλαιών Πατρών, Υπομνήματα περί της επαναστάσεως της Ελλάδος, Αθήναι, 1837, σ. 145.
[14] Χρυσανθόπουλος Φώτιος ή Φωτάκος, Απομνημονεύματα περί της Ελληνικής Επαναστάσεως, Αθήναι, 1858, σ. 236.
[15] Σπηλιάδης, ό.π., σ. 424 και, Τρικούπης Σπυρίδων, Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως, τ. Β’, Λονδίνο, 1861, σ. 285.
[16]Χρυσανθόπουλος, Απομνημονεύματα…, ό.π., σ. 236.
[17]Γερμανός, ό.π., σ. 145.
[18]Χρυσανθόπουλος, Απομνημονεύματα…, ό.π., σ. 237.
[19]Τερτσέτης Γεώργιος, Ο γέρων Κολοκοτρώνης (Διήγησις συμβάντων της ελληνικής φυλής από τα 1770 έως τα 1836), Αθήναι, 1851, σ. 115.
[20]Τρικούπης, ό.π., 286.
[21] Οικονόμου Μιχαήλ, Ιστορικά της ελληνικής Παλιγγενεσίας, εν Αθήναις, 1874, σ. 374.
[22]«Μέντωρ», ό.π., 92.
[23] Η Επιτροπή «συστάθηκε το 1846, προκειμένου να αμειφθούν και να αποζημιωθούν οι αγωνιστές του 1821. Η εκ νέου σύσταση της Επιτροπής, το 1865, είχε ως στόχο την επανεξέταση των αιτημάτων των αγωνιστών, προκειμένου να διορθωθούν αστοχίες του παρελθόντος. Οι αγωνιστές ή οι συγγενείς τους, σε περίπτωση θανάτου, κλήθηκαν να επανυποβάλουν τα απαραίτητα δικαιολογητικά, ώστε να διεκδικήσουν απονομές βαθμών, αποζημιώσεις για χαμένες περιουσίες, αποπληρωμή δεδουλευμένων μισθών για τα χρόνια του Αγώνα, συντάξεις για τους ανάπηρους πολέμου, βοηθήματα για τις οικογένειες των νεκρών αγωνιστών και την περίθαλψη ορφανών». [πηγή: www.nlg.gr/collection/archeio-agoniston-archeio-epitropis-agonos]. Το Αρχείο της Επιτροπής Αγώνος (ή Αρχείο Αγωνιστών) αποτελεί μέρος της συλλογής Δημοσίων Αρχείων της Εθνικής Βιβλιοθήκης της Ελλάδος, όπου και φυλάσσεται.
[24]Παπαδόπουλος Νικόλαος, «Ιωάννης Καλομοίρης, ένας φλογερός αγωνιστής της Ελευθερίας», Νέα Λακεδαίμων, Φεβ.-Μάρ. 1960, τχ 22-23., σ. 9-10.
[25]Καλλιτεχνικό ψευδώνυμο του Σπαρτιάτη κοινωνιολόγου, λαογράφου, ποιητή, δημοσιογράφου και πολιτικού Σπύρου Θεοδωρόπουλου (1875 – 1961).
[26] Θέρος Άγις, «Ο παπα-Καλομοίρης», Σπαρτιατικόν Ημερολόγιον 1904, Σπάρτη, 1903, σ. 92.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου