ΑΡΘΡΟ ΤΟΥ ΓΙΩΡΓΟΥ ΜΟΥΖΟΠΟΥΛΟΥ
Καθημερινά οι πολίτες διαπιστώνουν φουσκωμένους λογαριασμούς ηλεκτρικού ρεύματος γεγονός που επιβαρύνει τον οικογενειακό τους προϋπολογισμό και οδηγεί στην απόγνωση. Για να κατανοήσουμε που οφείλεται η υπερβολική αύξηση των λογαριασμών θα πρέπει πρώτα να κατανοήσουμε ορισμένες έννοιες όπως την χρηματιστηριακή τιμή του ρεύματος, τον παραγωγό και τον προμηθευτή ηλεκτρικής ενέργειας, την οριακή τιμή προσφοράς, την ρήτρα αναπροσαρμογής και την αγορά εξισορρόπησης ενέργειας. Οι έννοιες αυτές αναλύονται διεξοδικά παρακάτω και στοχεύουν στην απλούστευση της πληροφόρησης έτσι ώστε να ενημερωθούν αποτελεσματικά οι πολίτες.
Το ηλεκτρικό ρεύμα δεν έχει σταθερή τιμή χρέωσης για τον καταναλωτή ή τις επιχειρήσεις. Ή τιμή του ρεύματος είναι διαφορετική, όχι μόνο για κάθε εποχή ή για κάθε διαφορετική ημέρα της εβδομάδας, αλλά και για κάθε ώρα της ίδιας ημέρας. Έτσι με διαφορετική τιμή χρεώνεται η κιλοβατώρα το πρωί και με διαφορετική τιμή το βράδυ. Διαφορετικές τιμές ισχύουν για συγκεκριμένες ημέρες του χειμώνα και διαφορετικές για συγκεκριμένες ημέρες το καλοκαίρι.
Η μεταβαλλόμενη τιμή του ρεύματος εξαρτάται από την ζήτηση των καταναλωτών και των επιχειρήσεων σε ρεύμα για την ικανοποίηση των αναγκών τους και από το κόστος παραγωγής του, όπως συμβαίνει άλλωστε με κάθε αγαθό.
Η ζήτηση και οι ανάγκες για κατανάλωση ηλεκτρικού ρεύματος είναι διαφορετική κάθε ώρα, αφού το πρωί η κατανάλωση είναι σαφώς μεγαλύτερη, καθώς όλη η οικονομία δουλεύει στο μέγιστο, ενώ τις νυκτερινές ώρες είναι μικρότερη.
Επιπλέον οι ανάγκες διαφέρουν και από εποχή σε εποχή. Τον χειμώνα σε περιόδους ψύχους και παγετού η ζήτηση και η κατανάλωση ηλεκτρικής ενέργειας αυξάνεται για λόγους θέρμανσης. Επίσης το καλοκαίρι σε περιόδους καύσωνα η ζήτηση αυξάνεται με την χρήση των κλιματιστικών. Από την άλλη πλευρά το κόστος παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας μεταβάλλεται ανάλογα με το κόστος των πρώτων υλών ή τις ιδανικές συνθήκες που απαιτούνται για την παραγωγή της. Για παράδειγμα αν χρησιμοποιείται φυσικό αέριο για την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας, τότε το κόστος θα αυξάνεται εφόσον το φυσικό αέριο πωλείται ακριβότερα στην αγορά. Επιπλέον αν η παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας δυσχεραίνεται, για παράδειγμα μέσω των φωτοβολταϊκών λόγω δυσμενών καιρικών συνθηκών όπως η έλλειψη ηλιοφάνειας, ή μέσω υδροηλεκτρικών εργοστασίων λόγω λειψυδρίας, τότε γίνεται στροφή παροδικά προς άλλες ακριβότερες πηγές ενέργειας με αποτέλεσμα την αύξηση του κόστους.
Συμπερασματικά οι περίοδοι αύξησης της ζήτησης του ρεύματος, αλλά και οι περίοδοι αυξημένου κόστους των πρώτων υλών για την παραγωγή ενέργειας ή η στροφή σε ακριβότερες πηγές ενέργειας, συμπαρασύρουν τις τιμές χρέωσης του ρεύματος προς τα πάνω.
Επομένως η διακύμανση των τιμών του ρεύματος μας θυμίζει έντονα το χρηματιστήριο, όπου οι τιμές των μετοχών αλλάζουν ανά δευτερόλεπτο, ανάλογα με τις συνθήκες της αγοράς.
Πράγματι το ίδιο ακριβώς συμβαίνει και με την τιμή του ηλεκτρικού ρεύματος που πλέον έχει εισέλθει στο λεγόμενο Χρηματιστήριο Ενέργειας που δημιουργήθηκε το 2018 με νόμο του κράτους. Οι προμηθευτές ή αλλιώς πάροχοι ηλεκτρικής ενέργειας δηλαδή αυτοί που πουλούν το ρεύμα στους καταναλωτές (πχ ΔΕΗ, Protergia, Ήρων, Elpedison, NRG, Watt and Volt, Volterra, Φυσικό Αέριο Αττικής, Volton, Ζενίθ, ΕΛΤΑ, ΚΕΝ, ΕΛΙΝΟΙΛ, We Energy, Solar Energy) δηλώνουν στο Χρηματιστήριο Ενέργειας την ποσότητα ηλεκτρικού ρεύματος σε κιλοβατώρες, που θα χρησιμοποιηθεί το 24ωρο της επόμενης ημέρας από τους καταναλωτές. Δηλαδή από την προηγούμενη ημέρα προβλέπουν πόσες κιλοβατώρες θα χρειαστούν ανά ώρα για την κάλυψη των αναγκών των νοικοκυριών και των επιχειρήσεων. Ουσιαστικά ενημερώνουν το χρηματιστήριο και τους παραγωγούς ενέργειας (δηλαδή αυτούς που παράγουν το ρεύμα πχ. ΔΕΗ, ΗΡΩΝ, Protergia, Elpedison) για τις ανάγκες που έχουν. Σημειώνεται ότι οι προμηθευτές αγοράζουν σε χονδρική τιμή ρεύμα από τους παραγωγούς μέσω του Χρηματιστηρίου Ενέργειας και στην συνέχεια το πουλούν σε λιανική τιμή στους καταναλωτές.
Ταυτόχρονα οι παραγωγοί ηλεκτρικής ενέργειας δηλώνουν στο Χρηματιστήριο Ενέργειας σε ποια τιμή πουλάνε το ηλεκτρικό ρεύμα ανά ώρα όλο το 24ωρο. Δηλαδή οι παραγωγοί κάνουν τις προσφορές τους. Δεδομένου ότι υπάρχουν πολλοί παραγωγοί ρεύματος και δεν είναι μονοπώλιο, ο κάθε παραγωγός προτείνει ελεύθερα την τιμή που θέλει να πουλήσει το ρεύμα για κάθε συγκεκριμένη ώρα της ημέρας δημιουργώντας συνθήκες ανταγωνισμού μεταξύ τους. Όπως συμβαίνει όταν πηγαίνουμε στα μαγαζιά για να αγοράσουμε ένα προϊόν. Μπορεί το ίδιο προϊόν να το βρούμε αλλού φθηνότερα και αλλού ακριβότερα. Οι παραγωγοί μπορούν να δηλώνουν τιμές για την ενέργεια που θα διαθέσουν στους προμηθευτές μέχρι και 3.000 ευρώ ανά μεγαβατώρα. Συγκεκριμένα αναφέροντας ένα παράδειγμα, ο παραγωγός ενέργειας δηλώνει ότι την ώρα 8-9 το πρωί θα διαθέσει για τους προμηθευτές συγκεκριμένο αριθμό κιλοβατωρών και ότι τις πουλάει σε συγκεκριμένη τιμή. Κανένας δεν τους υποδεικνύει πόσο θα πουλήσουν το ρεύμα που παράγουν. Βέβαια οι ίδιοι λαμβάνουν υπόψιν τους κανόνες της αγοράς, δηλαδή αν πουλάνε ακριβά τότε κινδυνεύουν να μείνουν εκτός αγοράς και επομένως να έχουν ζημία. Το πρόβλημα είναι ότι οι παραγωγοί ρεύματος επικαλούμενοι την αύξηση του κόστους των πρώτων υλών (πχ φυσικό αέριο) για την παραγωγή ρεύματος, πουλάνε το παραγόμενο ρεύμα πολύ πιο ακριβά από το κόστος παραγωγής, με αποτέλεσμα το δικό τους υπερβολικό κέρδος και την επιβάρυνση των προμηθευτών που στη συνέχεια μεταφράζεται σε επιπλέον επιβάρυνση των καταναλωτών, δεδομένου ότι το ρεύμα είναι απαραίτητο για τις περισσότερες καθημερινές δραστηριότητες, οπότε παίζονται πολλά παιχνίδια στο όνομα της ανάγκης.
Αφού λοιπόν έχουν κατατεθεί οι προσφορές των παραγωγών ηλεκτρικής ενέργειας για την χρέωση της κιλοβατώρας από την αμέσως προηγούμενη ημέρα στο Χρηματιστήριο Ενέργειας, η κάλυψη των αναγκών για ηλεκτρική ενέργεια και η χρέωση των καταναλωτών ακολουθεί την παρακάτω σειρά. Πηγαίνουμε σταδιακά από τις φθηνότερες πηγές ενέργειας προς τις ακριβότερες μέχρι να ικανοποιηθούν όλες οι ενεργειακές ανάγκες της ημέρας. Έτσι πρώτα χρησιμοποιούνται και εξαντλούνται οι ανανεώσιμες πηγές ενέργειας (μορφές εκμεταλλεύσιμης ενέργειας που προέρχονται από διάφορες φυσικές διαδικασίες, όπως ο άνεμος, η γεωθερμία, η κυκλοφορία του νερού κτλ) που η χρέωσή τους έχει καθοριστεί σε χαμηλά προσυμφωνημένα επίπεδα. Ακολουθούν στην συνέχεια οι φθηνότερες προσφορές των παραγωγών ηλεκτρικής ενέργειας, ανάλογα με το καύσιμο που χρησιμοποιούν για την παραγωγή της ηλεκτρικής ενέργειας. Για παράδειγμα εξαντλείται η ηλεκτρική ενέργεια που προέρχεται από τον λιγνίτη και επομένως αναμένεται μια φθηνότερη χρέωση για τον καταναλωτή. Αφού οι φθηνές πηγές ενέργειας καλύψουν όποιο μέρος μπορούν της αναγκαίας ενέργειας από την αρχή της ημέρας, αρχίζουν να γίνονται δεκτές οι προσφορές από τις ακριβότερες μονάδες παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας (πχ φυσικό αέριο), με αποτέλεσμα την ακριβότερη χρέωση του καταναλωτή κατά τη διάρκεια της ημέρας. Αυτό ακολουθείται όλη τη διάρκεια της ημέρας για κάθε ώρα.
Με λίγα λόγια πρόκειται για την χρηματιστηριακή τιμή του ρεύματος που ενώ αρχικά σκόπευε στην χαμηλότερη τιμή χρέωσης του ηλεκτρικού ρεύματος για τον καταναλωτή μέσω του ανταγωνισμού, αλλά κάτι τέτοιο δεν προέκυψε ποτέ. Δυστυχώς πολλές φορές υποκινούνται διαδικασίες και ενέργειες για τη θέσπιση νομοθετικών αλλαγών όπως για. παράδειγμα τη χρέωση του ηλεκτρικού ρεύματος σύμφωνα με το Χρηματιστήριο Ενέργειας, προβάλλοντας ένα υποτιθέμενο όφελος, αλλά από πίσω κρύβονται τεράστια οικονομικά συμφέροντα λίγων, γνωστά ευρέως ως ουρανοκατέβατα κέρδη των παραγωγών ηλεκτρικής ενέργειας. Η αισχροκέρδεια αυτή των παραγωγών ηλεκτρικής ενέργειας αρχίζει όταν εξαντλούνται οι φθηνές πηγές ενέργειας είτε πραγματικά, είτε τεχνηέντως. Κυρίως όμως πρέπει οι νομικοί εκπρόσωποι του καταναλωτή να σταθούν στο τεχνηέντως.
Ας πάρουμε για παράδειγμα ότι για μια συγκεκριμένη ώρα της ημέρας έχουν εξαντληθεί οι φθηνές πηγές ενέργειας (πχ ενέργεια από υδροηλεκτρικά εργοστάσια) και επομένως έχουν εξαντληθεί οι φθηνές οικονομικές προσφορές, οπότε καταφεύγουμε στην ακριβότερη διαθέσιμη προσφορά από τους παραγωγούς (πχ ενέργεια από φυσικό αέριο). Πιο συγκεκριμένα ας υποθέσουμε ότι για το διάστημα 8-9 το βράδυ έχουν εξαντληθεί οι φθηνότερες πηγές ενέργειας (πχ με κόστος 80 ευρώ ανά μεγαβατώρα) και χρειάζονται ακόμη επιπλέον μεγαβατώρες για να καλυφθούν οι ανάγκες των καταναλωτών και η μόνη προσφορά που είναι διαθέσιμη από τους παραγωγούς, κοστολογεί την πώληση του ρεύματος ακριβότερα δηλαδή στα 322 ευρώ ανά μεγαβατώρα. Αυτή η ακριβότερη προσφορά ονομάζεται οριακή τιμή προσφοράς. Το παράδοξο είναι ότι με βάση την τελική οριακή τιμή προσφοράς ανά ώρα της ημέρας, θα πληρωθούν όλοι οι παραγωγοί ρεύματος ανεξαρτήτως της τιμής στην οποία πρόσφεραν τη δική τους ενέργεια και ανεξαρτήτως του τρόπου που παράγουν την ενέργεια. Δηλαδή αν ένας παραγωγός ρεύματος δήλωσε ότι θα πουλήσει το ρεύμα του προς 80 ευρώ για το διάστημα 8-9 το βράδυ διότι χρησιμοποιεί ενέργεια παραγόμενη από υδροηλεκτρικό εργοστάσιο και η ποσότητα αυτή ρεύματος εξαντληθεί και χρειαστεί για την ίδια ώρα η προμήθεια ρεύματος από άλλον παραγωγό που χρεώνει το ρεύμα 322 ευρώ διότι χρησιμοποιεί φυσικό αέριο σύμφωνα με το προηγούμενο παράδειγμα, τότε και οι δυο παραγωγοί ενέργειας θα πληρωθούν 322 ευρώ, ακόμα και ο πρώτος που το χρέωνε 80 ευρώ. Αυτό σημαίνει ένα επιπλέον κέρδος για όλους τους παραγωγούς διότι τελικά θα πληρωθούν περισσότερο από ότι είχαν δηλώσει αρχικά ότι θα πουλήσουν, παρόλο που κάποιοι χρησιμοποίησαν φθηνότερες πρώτες ύλες για την παραγωγή ενέργειας. Αυτή όμως η αύξηση της δαπάνης που επιβαρύνει τους προμηθευτές ενέργειας μετακυλίεται αποκλειστικά στους καταναλωτές με αποτέλεσμα οι τελευταίοι να πληρώνουν ακριβότερο ρεύμα. Η μετακύλιση αυτή γίνεται με την εφαρμογή της ρήτρας αναπροσαρμογής που αφορά το χρηματικό ποσό που απαιτείται για την πληρωμή των παραγωγών με βάση την οριακή τιμή προσφοράς που προαναφέρθηκε, αλλά και για την απόσβεση του κόστους των απωλειών του συστήματος μεταφοράς και διανομής του ρεύματος, που στο μεγαλύτερο μέρος του αφορά τις ρευματοκλοπές. Το 2021 τα νοικοκυριά και οι επιχειρήσεις υποχρεώθηκαν να πληρώσουν 600 εκατομμύρια ευρώ για ρεύμα που δεν κατανάλωσαν και αφορά περιπτώσεις ρευματοκλοπής που συνίσταται σε απώλειες ρεύματος κατά τη διαδρομή του από τους σταθμούς παραγωγής λόγω μεγάλης απόστασης ή παλαιότητας του δικτύου καθώς και σε επιτήδειους που πειράζουν τα ρολόγια μέτρησης και ενώ καταναλώνουν κανονικά ρεύμα, καταγράφεται μηδενική κατανάλωση. Πρόκειται για μια ιδιάζουσα περίπτωση όπου ο πελάτης πληρώνει τις φθορές του επιχειρηματία. Αξιοσημείωτο είναι ότι η ρήτρα αναπροσαρμογής έχει πολλαπλάσια τιμή από την πραγματική αξία του ρεύματος. Με λίγα λόγια επενδύουμε με τον μόχθο μας στην επιβίωση των παραγωγών και προμηθευτών ηλεκτρικής ενέργειας, εμείς τους συντηρούμε και συμμετέχουμε στο υπερκέρδος τους, χωρίς η πολιτεία να μας προστατεύει.
Επιπλέον αν διαπιστωθεί ότι οι προβλέψεις για την κατανάλωση ρεύματος της επόμενης ημέρας, δεν ήταν σωστές και χρειάζεται περισσότερη ενέργεια για να καλυφθούν οι ανάγκες, τότε ο Διαχειριστής (ΑΔΜΗΕ) ζητάει περισσότερη ενέργεια από τους παραγωγούς, η οποία όμως πληρώνεται σε πολύ υψηλότερες τιμές, με αποτέλεσμα πάλι την τελική επιβάρυνση του καταναλωτή. Αυτό ονομάζεται αγορά εξισορρόπησης ενέργειας και εκεί παίζεται το μεγάλο παιχνίδι της εκμετάλλευσης της ανάγκης. Στο σημείο αυτό ορισμένοι παραγωγοί ρεύματος εκμεταλλεύονται την κατάσταση και πουλούν το ρεύμα με τιμές που φτάνουν τα 4240 ευρώ την μεγαβατώρα. Αντιλαμβάνεστε το μέγεθος της αισχροκέρδειας σε μια τέτοια περίπτωση από τη στιγμή που το κόστος παραγωγής της ίδιας ενέργειας για τους παραγωγούς είναι 50-100 ευρώ ανά μεγαβατώρα. Επίσης αντιλαμβάνεστε ότι οι προβλέψεις για την κατανάλωση ρεύματος της επόμενης ημέρας μπορεί να είναι σκόπιμα λανθασμένες προκειμένου οι παραγωγοί και οι προμηθευτές να αποκομίζουν κέρδη!
Αξίζει να σημειωθεί ότι στο Χρηματιστήριο Ενέργειας μέτοχοι είναι ο ΛΑΓΗΕ(22%), ο ΑΔΜΗΕ(20%), ο ΔΕΣΦΑ( 7%), το Χρηματιστήριο Αθηνών (21%), η Ευρωπαϊκή Τράπεζα Ανασυγκρότησης και Ανάπτυξης ( 20%) και το Χρηματιστήριο Κύπρου (10%). Αντιλαμβάνεστε ότι όλοι αυτοί περιμένουν να κερδίσουν από τη διαχείριση του ρεύματος και σίγουρα όχι να χάσουν. Ταυτόχρονα πρέπει να κερδίσουν και οι παραγωγοί ενέργειας, αλλά και οι προμηθευτές ενέργειας που πουλούν το ρεύμα στον καταναλωτή. Επομένως η μοιρασιά είναι μεγάλη και για να κερδίσουν αυτοί, πρέπει να χάσει κάποιος γενναία, δηλαδή ο καταναλωτής. Άρα λοιπόν είναι πολλοί οι λόγοι που πληρώνουμε ακριβό ρεύμα σε σχέση με άλλες χώρες της Ευρώπης. Κυρίως γιατί η τιμή του ρεύματος είναι 100% χρηματιστηριακή όπως περιγράψαμε παραπάνω. Σε άλλες χώρες η χρηματιστηριακή τιμή του ρεύματος δεν ξεπερνάει το 29% και η τιμή του υπόλοιπου ρεύματος καθορίζεται από συμβόλαια μεταξύ παραγωγών και καταναλωτών που υπόκεινται σε ειδικές ρυθμίσεις.
Υπάρχουν όμως λύσεις που να στοχεύουν στην οικονομική ανακούφιση των πολιτών? Οι θέσεις του ΠΑΣΟΚ – ΚΙΝΑΛ είναι ξεκάθαρες για το ενεργειακό πρόβλημα που αποτελεί σημαντική μάστιγα μετά την πανδημία. Το ΠΑΣΟΚ – ΚΙΝΑΛ έχει προτείνει από τον Ιανουάριο του 2022 την πάταξη της αισχροκέρδειας των παραγωγών και προμηθευτών ενέργειας με φορολόγηση των υπερκερδών και την εφαρμογή πλαφόν στην ρήτρα αναπροσαρμογής, έτσι ώστε τα υπερκέρδη των παραγωγών – προμηθευτών να ξαναγυρίσουν στους καταναλωτές και να ξεφουσκώσουν οι λογαριασμοί. Συνάμα όμως χρειάζεται σωστή στρατηγική. Μέχρι να γίνει επαρκώς η στροφή προς τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας που είναι φτηνές, θα πρέπει να περιοριστεί η εξάρτηση από το φυσικό αέριο που είναι ακριβό και εκτοξεύει την τιμή του ρεύματος. Έχει αυξηθεί η χρήση του φυσικού αερίου κατά 25% και η τιμή του εκτινάσσει την οριακή τιμή προσφοράς στα ύψη. Η προσπάθεια απανθρακοποίησης δεν θα πρέπει να μεταφραστεί ως μόνο προσπάθεια απολιγνιτοποίησης. Τα αποθέματα λιγνίτη της χώρας μας είναι πάρα πολλά και θα πρέπει να τα εκμεταλλευτούμε όπως κάνουν και άλλες Ευρωπαϊκές χώρες, μέχρι να μεταβούμε σε φιλικές για το περιβάλλον μορφές ενέργειας. Απανθρακοποίηση σημαίνει απεξάρτηση και από το φυσικό αέριο διότι και αυτό είναι ορυκτό καύσιμο που επιβαρύνει την ατμόσφαιρα και όχι μόνο ο λιγνίτης. Συνάμα η στροφή προς επαρκείς ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, αποτελεί και μέτρο πάταξης της αισχροκέρδειας των παραγωγών. Διότι αν υπάρχουν επαρκείς ανανεώσιμες πηγές ενέργειας η οριακή τιμή προσφοράς θα παραμένει σε χαμηλά επίπεδα και άρα η επιβάρυνση των καταναλωτών θα είναι μικρότερη. Χρειάζεται όμως επιπλέον και η δημιουργία τεχνολογίας αποθήκευσης ενέργειας επειδή η μεταβλητότητα του καιρού επηρεάζει την απόδοση της ηλεκτρικής ενέργειας από τις ανανεώσιμες πηγές. Διότι η παραγωγή ρεύματος από τα φωτοβολταϊκά μεγιστοποιείται τις μεσημεριανές ώρες που ελαχιστοποιείται η ζήτηση για ρεύμα και μηδενίζεται στη δύση του ηλίου, τη στιγμή που η ζήτηση κορυφώνεται. Αυτή η έλλειψη ενέργειας τη συγκεκριμένη χρονική στιγμή αυξάνει τις ανάγκες για ενέργεια εξισορρόπησης η οποία δυστυχώς πωλείται πολύ ακριβά. Συνάμα η δημιουργία ενεργειακών κοινοτήτων που αξιοποιούν τις φυσικές πηγές ενέργειας με την ενεργό και δημοκρατική συμμετοχή των πολιτών στην παραγωγή της ενέργειας έτσι ώστε να μην αποτελεί προνόμιο των λίγων, αποτελεί βασική και ουσιώδη πρόταση του ΠΑΣΟΚ – ΚΙΝΑΛ στα πλαίσια της δημοκρατίας της ενέργειας. Προτείνεται χιλιάδες Έλληνες να είναι και παραγωγοί και καταναλωτές, ιδίως στον αγροτικό-κτηνοτροφικό τομέα, στον τομέα της μεταποίησης, αλλά και στα σπίτια με την τοποθέτηση φωτοβολταϊκών σε κατοικίες. Το όραμα της κοινωνικοποίησης της παραγωγής ενέργειας δεν είναι απατηλό, αποτελεί στοίχημα για το μέλλον. Μέχρι τότε η εφαρμογή πλαφόν στην λιανική τιμή πώλησης ρεύματος, δηλαδή στην τιμή πώλησης του ρεύματος από τους προμηθευτές στους καταναλωτές, ιδίως με την μορφή πλαφόν στην ρήτρα αναπροσαρμογής πρέπει να υλοποιηθεί, διότι αυτό ανακουφίζει την τσέπη του καταναλωτή και όχι η επιβολή πλαφόν στην χονδρική τιμή. Η επιβολή πλαφόν στην χονδρική τιμή δεν αποτρέπει τους παραγωγούς να δημιουργούν τεχνηέντως ανάγκες για ενέργεια εξισορρόπησης δηλαδή για τεχνητές συνθήκες έλλειψης ρεύματος που κοστολογούνται υπέρμετρα λόγω ανάγκης και επομένως ακριβό ρεύμα για τους καταναλωτές.
Ο Γεώργιος Μουζόπουλος είναι Ιατρός - Ορθοπαιδικός Χειρουργός στο ΓΝ Λακωνίας – ΝΜ Σπάρτης, με Master στη Διοίκηση των Μονάδων Υγείας, Μέλος του ΚΙΝ.ΑΛ.- ΠΑ.ΣΟ.Κ Λακωνίας.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου